ιερόμυρτος

ιερόμυρτος
ἱερόμυρτος, ἡ (Α)
το φυτό μυρσίνη η αγρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + μύρτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἱερόμυρτον — ἱερόμυρτος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek

  • μύρτος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 187 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μόβρης 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 440 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”